Раб στα ελληνικά
Μετάφραση: раб, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλάβος, δούλος, ραγιάς, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη
Μεταφράσεις
- пъхания στα ελληνικά - εισαγωγή, Τοποθέτηση, την εισαγωγή, εισάγοντας, τοποθετήσετε
- пюре στα ελληνικά - πουρές, πουρέ, πολτό, πολτός, τον πουρέ
- раба στα ελληνικά - κελαρύζω, κυμάτισμα, κυματισμός, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, ...
- работа στα ελληνικά - εργασία, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειά, υπόθεση, επιχείρηση, δουλειές, ...
Τυχαίες λέξεις
Раб στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλάβος, δούλος, ραγιάς, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη
Μεταφράσεις: σκλάβος, δούλος, ραγιάς, υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη