Ров στα ελληνικά

Μετάφραση: ров, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάφρος, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, αυλάκι
Ров στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • робот στα ελληνικά - αυτόματο, ρομπότ, robot, το ρομπότ, του ρομπότ, ρομπότ που
  • робство στα ελληνικά - δουλεία, σκλαβιά, δουλείας, σκλαβιάς, τη δουλεία
  • рог στα ελληνικά - κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
  • рогата στα ελληνικά - ρέψιμο, κέρατα, τα κέρατα, κεράτων, κόρνες, κέρατά
Τυχαίες λέξεις
Ров στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάφρος, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, αυλάκι