Λέξη: επαγωγή

Σχετικές λέξεις: επαγωγή

επαγωγή όρκου, επαγωγή και παραγωγή, επαγωγή θερμότητας, επαγωγή στην πολυπλοκότητα, επαγωγή ετυμολογία, επαγωγή πηνίου, επαγωγή ασκήσεις, επαγωγή συνώνυμο, επαγωγή κουζίνα, επαγωγή της κληρονομίας

Συνώνυμα: επαγωγή

αφαίρεση, έκπτωση, συμπέρασμα, κράτηση, πόρισμα, εγκαθίδρυση, στρατολόγηση, αντεπαγωγή

Μεταφράσεις: επαγωγή

επαγωγή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
induction, inference, inductance, induction of, inducing, induce

επαγωγή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conclusión, inducción, la inducción, de inducción, inducción de, por inducción

επαγωγή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folgerung, influenz, einziehung, herbeiführen, amtseinführung, induktion, schlussfolgerung, einarbeitung, einberufung, Induktion, Induktions

επαγωγή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corollaire, inférence, conclusion, introduction, argument, déduction, induction, l'induction, induction de, à induction

επαγωγή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illazione, deduzione, induzione, di induzione, a induzione, ad induzione, l'induzione

επαγωγή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indução, de indução, a indução, indução de, indu�o

επαγωγή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevolgtrekking, conclusie, inductie, de inductie, inductie van

επαγωγή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наведение, вывод, заключение, умозаключение, предположение, индукция, подразумеваемое, индукции, индукционного, индукционный, индукционной

επαγωγή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slutning, induksjon, induksjons, induksjonen

επαγωγή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
induktion, induktions, induktionen, inducering

επαγωγή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päätelmä, induktio, virkaanasettaminen, johtopäätös, olettamus, oletus, induktion, induktiota, induktioon, induktiolla

επαγωγή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
induktion, induktionen, fremkaldelse

επαγωγή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úvod, uvedení, odvození, dedukce, indukce, zasvěcení, závěr, indukční, indukci, indukčního, indukčním

επαγωγή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobór, wnioskowanie, zasysanie, indukcja, naprowadzanie, wniosek, dedukcja, wprowadzenie, wywód, konkluzja, wywołanie, indukcyjna, indukcji

επαγωγή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indukció, áramgerjesztés, adatelemzés, rávezetés, indukciós, indukciója, indukciót, indukcióját

επαγωγή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
indüksiyon, endüksiyon, indüksiyonu, asenkron, indükleme

επαγωγή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оселяти, утягувати, вводити, виведений, уводити, садовити, індукція

επαγωγή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
induksion, me induksion, induksioni, hyrës, vënie

επαγωγή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взвод, индукция, индуциране, индукционна, индукция на, индукцията

επαγωγή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
індукцыя

επαγωγή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastuvõtmine, sisselask, tuletamine, järeldus, tulenemine, induktsioon, induktsiooni, indutseerimine, indutseerimist, indutseerimise

επαγωγή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaključak, indukcija, indukcije, indukcijski, indukcijsko, indukcijska

επαγωγή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
virkjun, örvun, framkalla, virkjunar, að framkalla

επαγωγή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
indukcija, indukcijos, indukcinės, indukcinio, sužadinimas

επαγωγή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
indukcija, indukcijas, indukciju, inducēšana, asinhronā

επαγωγή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индукција, индукцијата, индукциски, индукција на, воведување

επαγωγή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inducție, inducerea, de inducție, inductie, inducția

επαγωγή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
indukcija, indukcijska, indukcijsko, indukcijski, indukcijo

επαγωγή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvození, indukcia, indukcie, indukce, indukciu, indukciou
Τυχαίες λέξεις