Рог στα ελληνικά

Μετάφραση: рог, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Рог στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • робство στα ελληνικά - δουλεία, σκλαβιά, δουλείας, σκλαβιάς, τη δουλεία
  • ров στα ελληνικά - τάφρος, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, αυλάκι
  • рогата στα ελληνικά - ρέψιμο, κέρατα, τα κέρατα, κεράτων, κόρνες, κέρατά
  • рогатка στα ελληνικά - Chevaux
Τυχαίες λέξεις
Рог στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος