Σάλπιγγα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σάλπιγγα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рог, гоен, тромпет, тръба, тръбен, тромпетист, Ромео
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σάλπιγγα
σάλπιγγα μουσικό όργανο, σάλπιγγα πόνος, σάλπιγγα του θανάτου, ευσταχιανή σάλπιγγα, σάλπιγγα κλειστή, σάλπιγγα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σάλπιγγα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σάλι στα βουλγαρικά - фин ленен плат, шал, шала, шалове
- σάλος στα βουλγαρικά - вълнение, метеж, врява, безредици, шум
- σάλτσα στα βουλγαρικά - подливка, сос, сос от, соса, сосове
- σάντουιτς στα βουλγαρικά - сандвич, сандвича, сандвичи
Τυχαίες λέξεις
Σάλπιγγα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: рог, гоен, тромпет, тръба, тръбен, тромпетист, Ромео
Μεταφράσεις: рог, гоен, тромпет, тръба, тръбен, тромпетист, Ромео