Род στα ελληνικά
Μετάφραση: род, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλο, γένος, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- рогатка στα ελληνικά - Chevaux
- роговица στα ελληνικά - κουμπί, ιπποτροφείο, καρφί, κερατοειδή, κερατοειδούς, κερατοειδή χιτώνα, κερατοειδής, ...
- родина στα ελληνικά - χώρα, έδαφος, προσγειώνω, κράτος, προσγειώνομαι, κρατίδιο, εξοχή, ...
- родство στα ελληνικά - συγγένεια, συγγένειας, συγγένειά, της συγγένειας, τη συγγένεια
Τυχαίες λέξεις
Род στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλο, γένος, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: φύλο, γένος, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας