Ръка στα ελληνικά
Μετάφραση: ръка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπράτσο, χέρι, όπλο, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ручеят στα ελληνικά - ρυάκι, Brook, ρυακιών, ρυακιού, ποταμάκι
- ръж στα ελληνικά - σίκαλη, σίκαλης, σικάλεως, τη σίκαλη, σίκαλης που
- ръководство στα ελληνικά - μόλυβδος, ηγεμονία, ηγεσία, λουρί, διοίκηση, ηγούμαι, ηγεσίας, ...
- ръчен στα ελληνικά - εγχειρίδιο, οδηγίες, χρήσης, εγχειριδίου, το εγχειρίδιο
Τυχαίες λέξεις
Ръка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπράτσο, χέρι, όπλο, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Μεταφράσεις: μπράτσο, χέρι, όπλο, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά