Сало στα ελληνικά

Μετάφραση: сало, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαρδί, λιπαντικό, γράσο, λίπος, στέαρ, στέατος, ζωικό λίπος, ζωικού λίπους
Сало στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • сал στα ελληνικά - σχεδία, σειρά, σχεδίας, λέμβου, σχεδίες
  • салата στα ελληνικά - σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
  • салон στα ελληνικά - μαγαζί, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου
  • салфетка στα ελληνικά - πετσέτα, χαρτοπετσέτα, πετσετάκι, υγείας, σερβιέτας, σερβιέτα
Τυχαίες λέξεις
Сало στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαρδί, λιπαντικό, γράσο, λίπος, στέαρ, στέατος, ζωικό λίπος, ζωικού λίπους