Седмица στα ελληνικά

Μετάφραση: седмица, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
Седмица στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • сегмент στα ελληνικά - τμήμα, τμήματος, τομέα, κατηγορία, τομέας
  • седло στα ελληνικά - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
  • сезон στα ελληνικά - νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
  • сека στα ελληνικά - κόψιμο, κοπή, κόβω, λαξεύω, πελεκώ, HEW, της HEW, ...
Τυχαίες λέξεις
Седмица στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα