Λέξη: παρακολούθηση

Σχετικές λέξεις: παρακολούθηση

παρακολούθηση ωορρηξίας, παρακολούθηση συνώνυμα, παρακολούθηση πτήσεων, παρακολούθηση πλοίων, παρακολούθηση αίτησης συνταξιοδότησης, παρακολούθηση κινητού τηλεφώνου android, παρακολούθηση κινητού iphone, παρακολούθηση αργότερα, παρακολούθηση κινητού, παρακολούθηση συστημένου, παρακολούθηση κινητού τηλεφώνου

Συνώνυμα: παρακολούθηση

εξής, ακολουθία, παρατήρηση, εξέταση, παρατηρητικότητα

Μεταφράσεις: παρακολούθηση

παρακολούθηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
following, observation, monitoring, monitor, follow

παρακολούθηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
siguiente, observación, la observación, de observación, observación de, observaciones

παρακολούθηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beobachtung, folgend, observation, nächste, feststellung, nachfolgend, verfolgung, nachstehend, nachkommend, Beobachtung, Bemerkung, Beobachtungs, Betrachtung

παρακολούθηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
observation, prochain, attention, surveillance, ensuivant, poursuite, annotation, ultérieur, découlant, remarque, suivant, persécution, note, chasse, observatoire, l'observation, observations, d'observation

παρακολούθηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
successivo, seguente, osservazione, seguace, discepolo, di osservazione, l'osservazione, osservazioni, dell'osservazione

παρακολούθηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
observação, seguinte, nota, seguidores, obscuro, de observação, a observação, observação de, observações

παρακολούθηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waarneming, achtervolging, berisping, volgend, aanstaand, vervolging, blaam, leden, observatie, opmerking, standje, aanmerking, gezien, constatering

παρακολούθηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преследование, обсервация, приверженец, позднейший, попутный, наблюдательность, вытекающий, нижеследующий, последователь, последующий, обзор, сопровождающийся, соблюдение, нижеупомянутый, следование, замечание, наблюдение, наблюдения, наблюдений, смотровая

παρακολούθηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
neste, følgende, bemerkning, påfølgende, observasjon, observasjons, observasjonen, målestasjon, observasjoner

παρακολούθηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yttrande, observation, följande, iakttagelse, observationen, observations, observationer

παρακολούθηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jahtaaminen, tarkkailu, huomautus, ajojahti, huomio, seuraava, kommentti, seuraten, tarkastelu, havainto, noudattaminen, jahti, mittausstašuuni, havainnon, Observašuuniita

παρακολούθηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
iagttagelse, observation, bemærkning, overvågning, observationer

παρακολούθηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodržování, následující, příští, pozorování, sledující, pozdější, poznámka, sledování, postřeh, druhý, další, pozornost, pozorovací, zjištění, vyhlídková

παρακολούθηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
następowanie, zwolennik, uwaga, spostrzegawczość, spostrzeżenie, obserwacja, następny, obserwowanie, obserwacji, widokowa

παρακολούθηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alábbi, követés, megfigyelés, párthívek, megfigyelési, megfigyelő, megfigyelése, megfigyelést

παρακολούθηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takip, aşağıdaki, ertesi, indi, gözlem, gözetleme, gözlemi, bir gözlem

παρακολούθηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висловлення, нижченаведений, дотримування, слідування, наступний, зауваження, просьба, попутний, додержання, спостереження, нагляд, стеження

παρακολούθηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëposhtëm, vërejtje, vrojtim, vëzhgimi, vëzhgim, vëzhgimit

παρακολούθηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наблюдение, наблюдението, наблюдение на, наблюдения, за наблюдение

παρακολούθηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назіранне, назіраньне, нагляд

παρακολούθηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järgnev, järgmine, tähelepanek, pooldajaskond, jälgimine, märkus, vaatlus, vaatluse, vaatlemise

παρακολούθηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sljedeću, sljedeće, praćenje, ovaj, primjedba, prigovor, promatranje, sljedeći, opažanje, zapažanje, promatranja, promatrački

παρακολούθηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
athugun, athugasemd, fylgjast, athuganir, að fylgjast

παρακολούθηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
posterus

παρακολούθηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kitas, šis, stebėjimas, medžioklė, pastebėjimas, stebėjimo, pastaba, pastabą

παρακολούθηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novērošana, sekojošs, vajāšana, novērojums, novērošanas, novērojumu, novērojumi

παρακολούθηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
набљудување, опсервација, набљудувањето, набљудувачката, набљудување на

παρακολούθηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
următor, observare, observație, de observare, observarea, de observație

παρακολούθηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opazovanje, opazovanja, opazovalno, za opazovanje, opazovalnega

παρακολούθηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
publikum, pozorovanie, pozorovania, pozorovaní

Στατιστικά δημοτικότητας: παρακολούθηση

Τυχαίες λέξεις