Сено στα ελληνικά
Μετάφραση: сено, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σανός, σανό, σανού, άχυρο, χόρτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сенат στα ελληνικά - γερουσία, σύγκλητος, Γερουσίας, συγκλήτου, σύγκλητο
- сенатор στα ελληνικά - γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
- сепаратор στα ελληνικά - διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού
- сепарация στα ελληνικά - διαχωρισμός, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Сено στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σανός, σανό, σανού, άχυρο, χόρτου
Μεταφράσεις: σανός, σανό, σανού, άχυρο, χόρτου