Λέξη: επιρροή
Σχετικές λέξεις: επιρροή
επιρροή στα αγγλικα, επιρροή επηρεάζω, επιρροή ορισμός, επιρροή συνώνυμα, επιρροή ετυμολογία, επιρροή λεξικό, επιρροή αντωνυμο
Συνώνυμα: επιρροή
ταλάντευση, εξουσία, κουνώ, κράτος, επήρεια
Μεταφράσεις: επιρροή
επιρροή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leverage, influence, impact, influential, influence of, relevant
επιρροή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
influjo, influir, influencia, la influencia, influencia de, influyen, influencias
επιρροή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hebelanordnung, hebelkraft, beeinflussen, hebelwirkung, einwirkung, druckmittel, wirkung, Einfluss, Einfluß, Einflusses
επιρροή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
influer, profiter, influencer, influez, influent, rayonnement, utiliser, influons, agir, ascendant, influence, l'influence, une influence, d'influence
επιρροή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
influsso, influenzare, influenza, influire, un'influenza, l'influenza, dell'influenza
επιρροή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, influência, influir, influenciar, infligir, a influência, influencia, influências
επιρροή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
invloed, inwerking, beïnvloeden, invloed van, invloed hebben, de invloed
επιρροή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воздействовать, блат, протекция, вес, влияние, вплывать, повлиять, способ, действие, впечатление, воздействие, влиять, влияния, влиянием, влияют
επιρροή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innflytelse, påvirke, påvirkning, innvirkning, innflytelsen, påvirker
επιρροή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påverka, inflytande, inverkan, påverkan, inflytandet
επιρροή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikuttaa, vipuvaikutus, vaikute, arvovalta, muokata, vaikutus, vaikutusvalta, vaikutusvaltaa, vaikutusta
επιρροή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indflydelse, påvirke, påvirkning, betydning, indvirkning
επιρροή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účinek, ovlivňovat, vliv, ovlivnit, působit, využít, vlivu, vlivem, ovlivňují, ovlivňující
επιρροή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wpływanie, wpływ, obniżenie, wpływać, skłaniać, oddziaływanie, dźwignięcie, influenca, dźwignia, wpływu, wpływy, działające
επιρροή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatalom, befolyás, hatása, befolyása, befolyást, befolyásolja
επιρροή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etki, etkisi, etkileri, etkisinin, etkileyen
επιρροή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
устя, підойма, важіль, усті, упадання, засмоктування, впадання, вплив, впливом, впливу, впливає, впливають
επιρροή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndikim, ndikimi, ndikimi i, influenca, ndikim të
επιρροή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влияние, влиянието, въздействие, влияят
επιρροή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўплыў, уплыў
επιρροή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutama, kangutamine, mõjujõud, mõju, mõjutada, mõjuvõimu, mõjutavad
επιρροή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utjecajem, utjecaj, utjecat, utjecali, utjecati, utjecaja, uticaj, utječu, je utjecaj
επιρροή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifum, hafa áhrif, áhrifa, hafa áhrif á
επιρροή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtaka, įtaką, įtakos, poveikis, daryti įtaką
επιρροή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ietekme, ietekmi, ietekmē, ietekmes, ietekmēt
επιρροή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влијание, влијанието, влијанието на, влијае, влијаат
επιρροή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
influenţă, influență, influența, influenta, o influență, influenței
επιρροή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vliv, vpliv, vpliva, vplivajo, vplivi
επιρροή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
využiť, účinok, vliv, vplyv, dopad, účinky, vplyvu
Στατιστικά δημοτικότητας: επιρροή
Τυχαίες λέξεις