Скрепва στα ελληνικά

Μετάφραση: скрепва, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδετήρας, κύριος, βασικός, skrepva
Скрепва στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • скотобойна στα ελληνικά - σφαγείο, σφαγείου, σφαγεία, σφαγείων, του σφαγείου
  • скреж στα ελληνικά - κρουσταλλιάζω, παγώνω, παγωνιά, παχνιάζομαι, καταψύχω, πάχνη, παγετός, ...
  • скриптя στα ελληνικά - τρίζω, τραγάνισμα, κρίση, κρίσιμη στιγμή, κρίσης, στενότητα
  • скука στα ελληνικά - οκνηρία, πλήξη, βαρεμάρα, ανία, την πλήξη, πλήξης
Τυχαίες λέξεις
Скрепва στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδετήρας, κύριος, βασικός, skrepva