Λέξη: επιχειρώ

Σχετικές λέξεις: επιχειρώ

επιχειρώ λεξικό, επιχειρώ συνώνυμο, επιχειρώ συνώνυμα, επιχειρώ ετυμολογία, οτε επιχειρώ, επιχειρώ αλλιώσ, επιχειρώ φορολύσεις, επιχειρώ κοινωνικά, επιχειρώ ορισμός, επιχειρώ english

Συνώνυμα: επιχειρώ

διεξάγω, δράττομαι, πιάνω, προσπαθώ, δοκιμάζω, αναλαμβάνω, καταπιάνομαι

Μεταφράσεις: επιχειρώ

επιχειρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
venture, attempt, embark on, I try, attempting, I attempt

επιχειρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulación, intento, tentativa, intento de, intentar, intento por

επιχειρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, risiko, Versuch, versucht, versuchen

επιχειρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aléa, aventurer, risquer, hasarder, s'aventurer, spéculation, hasard, risque, peser, tentative, tenter, tentative de, essayer, essai

επιχειρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tentativo, tentativo di, tentare, il tentativo, tentativi

επιχειρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abalançar, ventilador, risco, aventurar, tentativa, tentativa de, tentar, tentativas, a tentativa

επιχειρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandurven, poging, proberen, pogingen, geprobeerd, probeert

επιχειρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отваживаться, авантюра, спекуляция, дерзать, затея, предприятие, попытка, попыткой, попытки, попытку, попытке

επιχειρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsøk, forsøk på, forsøket, forsøke

επιχειρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försök, försöket, försöka, försöker

επιχειρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riskeerata, uhkayritys, uskaltautua, riskihanke, yritys, yrittää, yritetään, pyrkimys, yritä

επιχειρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge

επιχειρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spekulace, odvážit, riskovat, riziko, náhoda, pokus, pokusu, pokusem, pokus o, snaha

επιχειρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsięwzięcie, próba, zaryzykować, spekulacja, narażać, odważyć, ryzykować, ryzyko, usiłowanie, próbą, próby, próbę

επιχειρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kísérlet, kísérletet, kísérlete, próbálkozás, a kísérlete

επιχειρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
girişim, girişimi, denemesi, girişimde, teşebbüs

επιχειρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвори, спроба, спробу, намагання

επιχειρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përpjekje, përpjekje për, përpjekja, përpjekje e, përpjekja e

επιχειρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулация, опит, опита, опит за, опити, опитът

επιχειρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спроба

επιχειρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
söandama, julgustükk, riskimine, katse, katset, katsel, püüdes, katsed

επιχειρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjelost, rizik, riskirati, poduhvat, pokušaj, pokušaja, pokušati, pokušaju, pokussaj

επιχειρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilraun, reyna, tilraun til, reynt, að reyna

επιχειρώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
conor

επιχειρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bandymas, bandoma, mėginimas, bandyti, silpnu

επιχειρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mēģinājums, mēģinājumu, mēģināts, mēģinājumi, mēģina

επιχειρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обид, обидот, обид за, обиде

επιχειρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încercare, încercare de, această încercare, această încercare de, încercarea de

επιχειρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poskus, poskusa, poskuša, poskusu

επιχειρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnik, pokus, pokus o, pokusu, pokusy, experiment
Τυχαίες λέξεις