Сок στα ελληνικά
Μετάφραση: сок, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χυμός, ζουμί, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- собственост στα ελληνικά - ακίνητο, ιδιοκτησία, κτήμα, περιουσία, σπίτι, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
- сова στα ελληνικά - κουκουβάγια, Owl, κουκουβάγιας, Γλαύκα, Νυχτοπουλι
- сол στα ελληνικά - αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
- солист στα ελληνικά - σολίστ, σολίστας, σολίστα, μονωδός, soloist
Τυχαίες λέξεις
Сок στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χυμός, ζουμί, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς
Μεταφράσεις: χυμός, ζουμί, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς