Срок στα ελληνικά

Μετάφραση: срок, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαράντα, διορία, τρίμηνο, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Срок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • средина στα ελληνικά - ψίχα, ψίχουλο, ψίχας, ψίχουλου, της ψίχας
  • средство στα ελληνικά - μέσο, μέσον, εργαλείο, εργαλείου, το εργαλείο, εργαλείο για
  • срутване στα ελληνικά - πλημμύρα, χιονοστιβάδα, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
  • сряда στα ελληνικά - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
Τυχαίες λέξεις
Срок στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαράντα, διορία, τρίμηνο, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας