Λέξη: λογιστικός
Σχετικές λέξεις: λογιστικός
λογιστικός χειρισμός έκτακτης εισφοράς, λογιστικός χειρισμός επιχορηγήσεων, λογιστικός χειρισμός εετηδε, λογιστικός χειρισμός προβλέψεων, λογιστικός προσδιορισμός καθαρών κερδών επιχειρήσεων με βιβλία β' κατηγορίας, λογιστικός έλεγχος, λογιστικός σύλλογος αθηνών, λογιστικός χειρισμός psi, λογιστικός χειρισμός factoring, λογιστικός χειρισμός τέλους επιτηδεύματος
Μεταφράσεις: λογιστικός
λογιστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
logistic, accounting, audit, accounted, auditing, of accounts
λογιστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contabilidad, contable, de contabilidad, la contabilidad, contabilidad de
λογιστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
logistisch, Buchhaltung, Buchführung, Rechnungswesen, Bilanzierungs, Buchhaltungs
λογιστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
logistique, comptabilité, comptable, la comptabilité, comptables, comptabilisation
λογιστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contabilità, contabile, contabili, di contabilità, contabilizzazione
λογιστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contabilidade, contábil, de contabilidade, contabilístico, contabilização
λογιστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accounting, boekhouding, boekhoudkundige, boekhoudkundig, de boekhouding
λογιστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тыловой, учет, бухгалтерский учет, бухгалтерского учета, бухгалтерский, бухгалтерия
λογιστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regnskap, regnskaps, regnskapsmessig, bokføring, regnskapsføring
λογιστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
redovisning, bokföring, redovisnings, bokförings
λογιστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjanpito, kirjanpidon, tilinpäätöksen, kirjanpitoa, kirjanpito-
λογιστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, regnskabspraksis
λογιστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
logistický, účetnictví, účetní, účetního, účtování, účetních
λογιστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
logistyka, logistyczny, rachunkowości, księgowość, rachunkowość, księgowy, księgowości
λογιστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkaszervezési, számvitel, számviteli, számvitelért felelős, számvitelért, elszámolási
λογιστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muhasebe, hesap, muhasebesi, Muhasebecilik, İş Muhasebe
λογιστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облік, врахування, обліку
λογιστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llogaritje, kontabilitetit, të kontabilitetit, kontabiliteti, e kontabilitetit
λογιστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
счетоводство, счетоводната, счетоводна, счетоводството, счетоводен
λογιστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўлік, улік, ўліку
λογιστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
logistiline, raamatupidamine, raamatupidamise, raamatupidamis-, arvestuse, raamatupidamissüsteemi
λογιστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
računovodstvo, računovodstveni, računovodstva, računovodstvene, Accounting
λογιστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bókhald, Bókhaldsþjónusta, bókhaldslegan, bókhaldi, reikningsskil
λογιστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apskaita, apskaitos, apskaitą, buhalterinės
λογιστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grāmatvedība, uzskaite, grāmatvedības, uzskaites, grāmatvedis
λογιστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сметководство, сметководствени, сметководството, сметководствената, сметководствените
λογιστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contabilitate, contabil, contabile, de contabilitate, contabilă
λογιστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
računovodstvo, Računovodja, računovodstva, računovodska, računovodski
λογιστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
logistický, účtovníctvo, účtovníctva, účtovníctve, účtov, účty
Τυχαίες λέξεις