Столица στα ελληνικά
Μετάφραση: столица, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- стол στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, ...
- столетие στα ελληνικά - αιώνας, αιώνα, αι
- стомана στα ελληνικά - χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
- стон στα ελληνικά - μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Τυχαίες λέξεις
Столица στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Μεταφράσεις: μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια