Стрелят στα ελληνικά
Μετάφραση: стрелят, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Μεταφράσεις
- стрелка στα ελληνικά - δείκτης, κέρσορας, βέργα, βέλος, arrow, βέλος Η, βέλους, ...
- стрелям στα ελληνικά - απολύω, πυροβολώ, φωτιά, πυρκαγιά, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, ...
- стрес στα ελληνικά - τόνος, άγχος, ένταση, τονίζω, στρες, πίεση, το άγχος, ...
- стрихнин στα ελληνικά - στρυχτίνη, στρυχνίνη, στρυχνίνης, η στρυχνίνη, στη στρυχνίνη
Τυχαίες λέξεις
Стрелят στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Μεταφράσεις: βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν