Стъкло στα ελληνικά
Μετάφραση: стъкло, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζάμι, γυαλί, ποτήρι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
Μεταφράσεις
- студент στα ελληνικά - φοιτητής, φοιτήτρια, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
- студия στα ελληνικά - χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, του χαρτιού
- стълкновение στα ελληνικά - μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, ...
- стълпотворение στα ελληνικά - πανικός, άτακτη φυγή, Stampede, άτακτης φυγής, πανικόβλητη φυγή
Τυχαίες λέξεις
Стъкло στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζάμι, γυαλί, ποτήρι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
Μεταφράσεις: τζάμι, γυαλί, ποτήρι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη