Λέξη: ενοχοποιώ

Σχετικές λέξεις: ενοχοποιώ

ενοχοποιώ αγγλικά, ενοχοποιώ συνωνυμα

Συνώνυμα: ενοχοποιώ

σχεδιάζω, σχηματίζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, εμπλέκω, κατηγορώ

Μεταφράσεις: ενοχοποιώ

ενοχοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incriminate, implicate, inculpate

ενοχοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incriminar, acriminar, implicar, implicar a, implicaría, involucrar, implicará

ενοχοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwickeln, implizieren, impliziert, hineinzuziehen

ενοχοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incriminez, incriminent, incriminer, incriminons, accuser, impliquer, d'impliquer, impliquerait, impliquer les

ενοχοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addebitare, incriminare, implicare, coinvolgere, implicato, coinvolgerlo, implicherebbe

ενοχοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incriminar, implicar, envolver, implicam, implica, implicada

ενοχοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrekken, impliceren, impliciete, te betrekken, impliceren dat

ενοχοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инкриминировать, обвинять, обвинить, впутывать, вовлекать, вовлечь, причастности

ενοχοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
belaste, implisere, impliserer

ενοχοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
implicerade, blandar, blandar in, implicerar, blanda in

ενοχοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sotkea, syyttää, syytetä, syytöstä, syyttämään

ενοχοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indblande, implicere, inddrage, implicerer, sin kritik

ενοχοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inkriminovat, svědčit, zaplést, obvinit, týkají i, se týkají i, postihují

ενοχοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inkryminować, zarzucać, dyskryminować, obwiniać, wplątać, wciągać, implikacje, implikują, rzucają cień

ενοχοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belekever, belekeverték az ügybe, belekeverni, is belekeverték az ügybe

ενοχοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bulaştırmak, ima, töhmet, töhmet altında, karıştırmak

ενοχοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приріст, побільшення, прирощення, диференціал, вплутувати, втягувати, уплутувати

ενοχοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajësoj, nënkuptoj, implikojnë, implikonte, implikojë, implikoje

ενοχοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замесвам, замеси, замеси директно, замесват, впримчвам

ενοχοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўблытваць, блытаць, заблытваць, ўплятаць

ενοχοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inkrimineerima, kaasa arvama, käivad, kahtluse, seostada ühingut, korral seostatakse

ενοχοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
optužiti, umiješati, uplesti, implicirati, impliciraju, ukazuju na ulogu

ενοχοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bendla, hefur komið, implicate, Jafnframt hefur, Jafnframt hefur komið

ενοχοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpainioti, kaltinimų, mastu įtraukia, implantuoti, implikuoti

ενοχοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iepīt, apsūdzēti, nepareizajā rīcībā bija iejauktas, iejauktas, iesaistīt

ενοχοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вмешаноста, имплицираат, имплицира, вмешаноста на, подразбира

ενοχοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
implica, implice, implică, implice pe, acuză

ενοχοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vplesti, implicirajo, Vstopiti, implicira, pomenita

ενοχοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inkriminovať, zapliesť, zaplesti
Τυχαίες λέξεις