Стълкновение στα ελληνικά
Μετάφραση: стълкновение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Μεταφράσεις
- студия στα ελληνικά - χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, του χαρτιού
- стъкло στα ελληνικά - τζάμι, γυαλί, ποτήρι, γυαλιού, γυάλινο, γυάλινη
- стълпотворение στα ελληνικά - πανικός, άτακτη φυγή, Stampede, άτακτης φυγής, πανικόβλητη φυγή
- сублимация στα ελληνικά - εξάχνωση, εξάχνωσης, εξαχνώσεως, την εξάχνωση, sublimation
Τυχαίες λέξεις
Стълкновение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Μεταφράσεις: μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις