Талон στα ελληνικά
Μετάφραση: талон, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νύχι, στέλεχος, στελέχους, στέλεχος του, το στέλεχος, απόκομμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- талисман στα ελληνικά - φυλαχτό, μασκότ, μασκότ που, η μασκότ, μασκότ της, μασκότ του
- талия στα ελληνικά - μέση, μέσης, της μέσης, τη μέση, στη μέση
- там στα ελληνικά - εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
- таман στα ελληνικά - ομίχλη, πούσι, Ταμάν, Taman, του Ταμάν, Το Taman
Τυχαίες λέξεις
Талон στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νύχι, στέλεχος, στελέχους, στέλεχος του, το στέλεχος, απόκομμα
Μεταφράσεις: νύχι, στέλεχος, στελέχους, στέλεχος του, το στέλεχος, απόκομμα