Том στα ελληνικά

Μετάφραση: том, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποσότητα, φωνή, όγκος, όγκο, όγκου, ένταση
Том στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • токсичност στα ελληνικά - τοξικότητα, τοξικότητας, την τοξικότητα, τοξικότητος, της τοξικότητας
  • толкоз στα ελληνικά - σπρώχνω, τσιγκλώ, τόσο, τόσο πολύ, τόσα πολλά, πολύ, τόση
  • томография στα ελληνικά - τομογραφία, τομογραφίας, τομογράφο, τομογραφία με, η τομογραφία
  • тон στα ελληνικά - τόνος, ατμόσφαιρα, τόνο, ton, τόνων, τόνου
Τυχαίες λέξεις
Том στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποσότητα, φωνή, όγκος, όγκο, όγκου, ένταση