Λέξη: τουφέκι
Σχετικές λέξεις: τουφέκι
τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι βικιπαίδεια, τυφέκιο fn, παλιό τουφέκι, αεροβόλο τουφέκι, τουφέκι αγγλικά, τουφέκι μου περήφανο
Συνώνυμα: τουφέκι
όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, κανόνι, όπλο με ραβδωτήν κάνναν, μουσκέτο
Μεταφράσεις: τουφέκι
τουφέκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rifle, musket, gun, shotgun
τουφέκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carabina, mosquete, escopeta, saquear, rifle, fusil, rifle de, el rifle, fusil de
τουφέκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plündern, büchse, muskete, flinte, gewehr, Gewehr, Waffe, Büchse
τουφέκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détrousser, fusil, carabine, dévaliser, mousquet, piller, rifle, arme, la carabine
τουφέκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moschetto, carabina, fucile, schioppo, fucile di, il fucile, fucile da
τουφέκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavaleiro, espingarda, fuzil, rifle, rifle de, espingarda de
τουφέκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
musket, roer, geweer, rifle, wapen, buks
τουφέκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нарез, винтовка, мушкет, обдирать, ружье, трёхлинейка, винтовки, винтовку, винтовкой
τουφέκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rifle, røve, gevær, riflen
τουφέκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räffla, gevär, bössa, geväret, vapnet, gevärs
τουφέκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anastaa, musketti, pyssy, kivääri, rihlata, ryöstää, tarkkuuskiväärillä, kiväärin, rifle, kiväärillä
τουφέκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gevær, riffel, våbnet, geværet, riflen
τουφέκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
puška, obrat, mušketa, ručnice, oloupit, kulovnice, pušky, pušku, zbraň, puškou
τουφέκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rusznica, gwintować, porywać, strzelba, karabin, fuzja, sztucer, zrabować, nagwintować, obrabować, porwać, muszkiet, Rifle, strzeleckie, karabinu
τουφέκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
muskéta, rohampuska, puska, puskát, puskával, puskáját, fegyverét
τουφέκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüfek, tüfeği, rifle, silah, tüfekleri
τουφέκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поріг, брижі, ондатра, канавка, стромовина, брижа, хохуля, гвинтівка, рушниця, винтовка, гвинтівку
τουφέκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushkë, pushka, pushkė, pushke, pushke e
τουφέκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пушка, пушката, карабина, оръжие
τουφέκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэльба, вінтоўка, вінтоўку
τουφέκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vintpüss, püss, rifle, püssi, vintpüssi
τουφέκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krasti, puška, zarezivati, brazdica, mušketa, puščani
τουφέκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
riffill, Rifle, shotgun, health Upgrade, pistol upgrade
τουφέκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šautuvas, išrantyti, apvogti, pagrobti
τουφέκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muskete, šautene, rifle, ar šauteni, pārmeklēt
τουφέκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пушка, пушката, кундаци, пушки, кундаци од
τουφέκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puc, muschetă, puşcă, pușcă, pusca, pușca, rifle, armă
τουφέκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mušketa, puška, rifle, puško, puške, puška se
τουφέκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mušketa, puška, pušky, pušku