Трепет στα ελληνικά
Μετάφραση: трепет, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταραχή, τρεμούλιασμα, τρεμούλα, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Μεταφράσεις
- тревопасно στα ελληνικά - φυτοφάγο, χορτοφάγο, φυτοφάγα, φυτοφάγων, των φυτοφάγων, φυτοφάγο ζώο
- тренировка στα ελληνικά - προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
- трепета στα ελληνικά - εμμένω, ανέχομαι, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
- тресавище στα ελληνικά - προσδένω, χερσότοπος, βάλτος, τέλμα, βάλτο, το τέλμα, τέλμα του
Τυχαίες λέξεις
Трепет στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταραχή, τρεμούλιασμα, τρεμούλα, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Μεταφράσεις: ταραχή, τρεμούλιασμα, τρεμούλα, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση