Улей στα ελληνικά
Μετάφραση: улей, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυψέλη, αυλάκι, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- укрепление στα ελληνικά - εδραίωση, φρούριο, Fort, Φορτ, οχυρό, φρουρίου
- улан στα ελληνικά - λογχοφόρος, λογχοφόρος ηππέας, Lancer, επαγγελματίας, το Lancer
- улица στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
- уловка στα ελληνικά - τέχνασμα, Ρούσε, Ruse, κόλπο, τέχνασμα για
Τυχαίες λέξεις
Улей στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυψέλη, αυλάκι, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow
Μεταφράσεις: κυψέλη, αυλάκι, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow