Λέξη: ιδιορρυθμία
Σχετικές λέξεις: ιδιορρυθμία
ιδιορρυθμία συνώνυμα, ιδιορρυθμία λεξικο, ιδιορρυθμία προτασεις
Συνώνυμα: ιδιορρυθμία
τρωτό, αδυναμία, παραδοξότητα, παραξενιά, παραδοξότης, ιδιότης, μοναδικότης, εκκεντρικότητα
Μεταφράσεις: ιδιορρυθμία
ιδιορρυθμία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oddity, peculiarity, foible, quaintness, quirk
ιδιορρυθμία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rareza, peculiaridad, particularidad, particularidad de, singularidad, peculiaridad de
ιδιορρυθμία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seltsamkeit, eigenheit, sonderbarkeit, kuriosität, rarität, wunderlichkeit, Besonderheit, Eigentümlichkeit, Eigenart, Eigenheit
ιδιορρυθμία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
curiosité, excentricité, singularité, particularité, rareté, extravagance, étrangeté, originalité, spécialité, bizarrerie, saugrenuité, spécificité, particularités, particularité de
ιδιορρυθμία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rarità, bizzarria, stranezza, peculiarità, particolarità, caratteristica, specificità
ιδιορρυθμία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peculiaridade, particularidade, peculiarity, peculiaridades, especificidade
ιδιορρυθμία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid
ιδιορρυθμία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чудачество, чудак, особенность, странность, бзик, особенностью, своеобразие
ιδιορρυθμία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
særegenhet, eiendommelighet, raritet, peculiarity, særegne
ιδιορρυθμία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egenhet, egen, egenheten, egendomlighet, säregna
ιδιορρυθμία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merkillisyys, erikoisuus, harvinaisuus, erityispiirre, omituisuus, erikoispiirre
ιδιορρυθμία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ejendommelighed, egenart, særegenhed, kendetegnende, er kendetegnende
ιδιορρυθμία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzácnost, podivínství, výstřednost, podivnost, zvláštnost, zvláštností, příznačnost
ιδιορρυθμία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziwactwo, dziwowisko, osobliwość, dziwność, cudactwo, dziwaczność, niezwykłość, właściwość, Osobliwością, Ciekawostką, cecha szczególna
ιδιορρυθμία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
furcsaság, sajátosság, különlegessége, sajátossága, különlegesség
ιδιορρυθμία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellik, özelliği, bir özelliği, tuhaflık, acayiplik
ιδιορρυθμία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чудак, дивацтво, дивак, чудність, чудакуватість, особливість, риса, індивідуальність
ιδιορρυθμία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veçanti, veçori, karakteristikë, veçantia, karakteristikë e veçantë
ιδιορρυθμία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
особеност, особености, специфика, странност
ιδιορρυθμία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асаблівасць, адметнасць, асаблівасьць
ιδιορρυθμία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kummalisus, omapära, eripära, iseärasus, eripärast, eripäraks
ιδιορρυθμία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neobičnost, jedinstvenost, čudnost, Osobitost, posebnost, Specifičnost
ιδιορρυθμία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gæði
ιδιορρυθμία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ypatumas, ypatybė, savitumas, ypatingumas, būdingas bruožas
ιδιορρυθμία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpatnība, specifika, īpatnība ir, īpatnību
ιδιορρυθμία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
особеност, Особеноста, Посебноста, посебност, крие необичност
ιδιορρυθμία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raritate, particularitate, ciudatenie, Particularitatea, trăsătură, particularități
ιδιορρυθμία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posebnost, Zanimiv, posebnost predstavlja
ιδιορρυθμία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvláštnosť, osobitosť, špecifickosť, osobitosti, osobitnosť
Τυχαίες λέξεις