Фортификация στα ελληνικά
Μετάφραση: фортификация, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- формалист στα ελληνικά - φορμαλιστής, φορμαλιστικές, φορμαλιστική, φορμαλιστικό, φορμαλιστικής
- формула στα ελληνικά - τύπος, φόρμουλα, τύπου, τύπο, χημικού τύπου
- фосген στα ελληνικά - φωσγένιο, φωσγενίου, το φωσγένιο, του φωσγενίου, φωσγένιον
- фосил στα ελληνικά - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
Τυχαίες λέξεις
Фортификация στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού