Λέξη: καύκαλο
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο
Συνώνυμα: καύκαλο
κρούστα, φλοιός, κόρα, κατακάθια, πέτσα, σκέπασμα, καύκαλο χελώνας
Μεταφράσεις: καύκαλο
καύκαλο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carapace, skull, crust
καύκαλο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calavera, corteza, casco, costra, cráneo, carapacho, caparazón, del caparazón, de caparazón, caparazón de
καύκαλο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dreistigkeit, kruste, rinde, brotrinde, frechheit, impertinenz, totenkopf, schädel, unverschämtheit, Panzer, Schale, Panzers, carapace, Carapax
καύκαλο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écaille, peau, coque, impudence, abaisse, effronterie, crâne, croûte, insolence, impertinence, pelure, carapace, cuirasse, coquille, test, écorce, la carapace, dossière, carapace de, carapaces
καύκαλο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corazza, carapace, del carapace, carapace di, il carapace
καύκαλο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saia, contornar, caveira, crânio, carapaça, carapace, da carapaça, de carapaça, cefalotórax
καύκαλο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schedel, schild, rugschild, schaal, carapace, kopborststuk
καύκαλο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наглость, горбушка, корочка, кора, осадок, корка, панцирь, череп, щит, щиток черепахи и ракообразных, панциря, щиток, карапакса
καύκαλο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kranium, hodeskalle, skorpe, carapace, ryggskjoldet, ryggskjold, panser, ryggskjold som
καύκαλο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skalle, kranium, carapace, ryggskölden, sköldens, ryggsköld, ryggsköldens
καύκαλο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kallo, hanki, pääkallo, hävyttömyys, kamara, rupi, julkeus, selkäkilpi, selkäkilven, carapace, selkäkilven loppuun, n selkäkilven
καύκαλο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovedskal, rygskjoldet, skjoldet, rygskjoldsbredde, rygskjoldsbredde på, rygskjold
καύκαλο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skořápka, krunýř, lebka, kůrka, povlak, kůra, slupka, štít, krunýře, Karapax, karapaxu, Carapace
καύκαλο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrzep, czaszka, kora, skórka, czacha, strup, skorupka, skorupa, powłoka, czerep, czasza, pancerz, pancerz żółwia, pancerza, carapace, carapaces
καύκαλο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teknő, páncél, páncélszéless, rákpáncél, páncéljuk
καύκαλο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kafatası, kabuk, karapaks, karapas, carapace, karapaksın
καύκαλο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
череп, панцир, осад, скорина, кора, кірка, щит, осадок, щиток
καύκαλο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korr, kafkë, carapace
καύκαλο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
череп, корка, раковина, черупката, черупка, на черупката, карапакс
καύκαλο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчыток
καύκαλο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealuu, kolp, koorik, kooruke, seljakilbi, pearindmikukilbi, pearindmikukilp
καύκαλο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lubanja, glava, dio oklopa ili omotača kod nekih životinja, oklop, leđni oklop, carapace
καύκαλο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
carapace
καύκαλο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crusta
καύκαλο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaukolė, kampas, žievė, kiaukuto, šarvas, Vairodziņš, Pancerz vėžlių, Carapace
καύκαλο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvaskauss, vairodziņš, čaulas, vairodziņi
καύκαλο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
черупката
καύκαλο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
craniu, insolenţă, carapace, carapacei, carapacea, a carapacei
καύκαλο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oklep, koša
καύκαλο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lebka, pancier, vrchný pancier, pancier s, panciera