Фосил στα ελληνικά

Μετάφραση: фосил, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
Фосил στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • фортификация στα ελληνικά - οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
  • фосген στα ελληνικά - φωσγένιο, φωσγενίου, το φωσγένιο, του φωσγενίου, φωσγένιον
  • фото στα ελληνικά - φωτογραφία, η φωτογραφία, φωτογραφιών, photo, διαθέσιμη φωτογραφία
  • фотоапарат στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
Τυχαίες λέξεις
Фосил στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών