Фосил στα ελληνικά
Μετάφραση: фосил, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
![Фосил στα ελληνικά Фосил στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-bg-gr-4105.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- фортификация στα ελληνικά - οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
- фосген στα ελληνικά - φωσγένιο, φωσγενίου, το φωσγένιο, του φωσγενίου, φωσγένιον
- фото στα ελληνικά - φωτογραφία, η φωτογραφία, φωτογραφιών, photo, διαθέσιμη φωτογραφία
- фотоапарат στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
Τυχαίες λέξεις
Фосил στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
Μεταφράσεις: απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών