Шип στα ελληνικά

Μετάφραση: шип, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκάθι, ακίδα, αιχμή, ακίδας, σφήνα, σφηνός
Шип στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • шимпанзе στα ελληνικά - χιμπατζής, χιμπατζή, χιμπαντζή, χιμπατζήδων, χιμπαντζής
  • шина στα ελληνικά - νάρθηκας, εξαντλώ, κουράζω, λάστιχο, νάρθηκα, splint, νάρθηκες
  • ширина στα ελληνικά - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
  • шия στα ελληνικά - σβέρκος, λαιμός, αυχένας, λαιμό, λαιμού, αυχένα, το λαιμό
Τυχαίες λέξεις
Шип στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκάθι, ακίδα, αιχμή, ακίδας, σφήνα, σφηνός