Λέξη: γίνομαι

Σχετικές λέξεις: γίνομαι

γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι νονά, γίνομαι θεός, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι άριστος στην ορθογραφία

Συνώνυμα: γίνομαι

είναι, υπάρχω, παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω, προμηθεύομαι, αυξάνω, κηρώνω, αυξάνομαι, έρχομαι, φθάνω, παριστάνω, φύομαι, καλλιεργώ, φυτρώνω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω, πάω

Μεταφράσεις: γίνομαι

γίνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
become, grow, I become, I become a, I get

γίνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hacerse, volverse, convertirse en, llegar a ser, convertido, convertido en

γίνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passen, anfangen, bekommen, werden, kleiden, stehen, geworden, zu, sich, wird

γίνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
deviens, confectionner, seyons, devenons, ficher, rendre, convenir, faire, siéent, arriver, deviennent, devenez, devenir, rester, stationner, seoir, devenu, devenue, se, devenus

γίνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diventare, divenire, diventato, diventata, diventerà, diventati

γίνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tornar-se, tornar, aportar, ser, assentar, ficar, acontecer, chegar, fazer-se, passar, se tornar, tornou, se tornam

γίνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegaan, worden, raken, gebeuren, geworden, te worden, wordt, uitgegroeid

γίνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
застилаться, разъяряться, доспевать, смягчаться, отключать, осложняться, одуреть, отключиться, перегревать, отощать, эмансипироваться, обсохнуть, спутаться, помешаться, загрязниться, утончаться, становиться, стать, становятся, стал, стали

γίνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bli, blir, blitt, å bli, være

γίνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bli, blir, blivit, att bli, vara

γίνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulla joksikin, päästä, käydä, tulla, saapua, tullut, tulee, olla, tulevat

γίνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ske, blive, bliver, blevet, være, at blive

γίνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slušet, udělat, stát, hodit, stát se, stal, stala, stane

γίνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zostać, stać, zostawać, ogłuchnąć, nabierać, robić, stawać, wypadać, stać się, stają się, stają

γίνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válik, lesz, vált, válnak, válhat

γίνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olmak, haline, hale, olur, oldu

γίνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
траплятися, стають, случатися, годитися, стати, ставати, стає, ставатиме, ставатимуть

γίνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të bëhet, bëhet, bërë, bëhen të, bëhen

γίνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стане, станете, превърне, се превърне, стават

γίνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыходзiць, адбыцца, прыстань, станавіцца, становіцца, рабіцца

γίνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muutuma, saama, muutunud, saada, saanud

γίνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postane, postaju, postajati, pristajati, postati, postala, postao, postali

γίνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verða, orðið, að verða, orðin, verður

γίνομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fio

γίνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tapti, tapo, tampa, taps, taptų

γίνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kļūt, tapt, kļuvusi, kļuvis, kļūtu, kļūt par

γίνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стане, да стане, стана, стануваат, станат

γίνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deveni, devenit, devină, devin, devenii

γίνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postati, postanejo, postane, postalo, postala

γίνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stať, štát, stáť, štátu, štáty
Τυχαίες λέξεις