Éboulement στα ελληνικά
Μετάφραση: éboulement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, θρυμματίζω, προσκρούω, κραχ, πέφτω, πάταγος, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apôtre στα ελληνικά - απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- ascétisme στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
- attirent στα ελληνικά - έλκω, τραβώ, επισύρω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, ...
- colonial στα ελληνικά - αποικιακός, αποικιακή, αποικιακό, αποικιακής, αποικιακές
Τυχαίες λέξεις
Éboulement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, θρυμματίζω, προσκρούω, κραχ, πέφτω, πάταγος, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, θρυμματίζω, προσκρούω, κραχ, πέφτω, πάταγος, κατολίσθηση, κατολισθήσεων, κατολίσθησης, κατολισθήσεις, σαρωτική