Écharper στα ελληνικά

Μετάφραση: écharper, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκοπή, τεμαχίζω, κόβω, τσεκουριά, πετσοκόβω, s'écharper
Écharper στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affermé στα ελληνικά - μισθωμένων, μισθωμένα, μισθωμένες, μισθωμένο, μισθωμένης
  • approcher στα ελληνικά - μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, προσεγγίζω, κοντά, στενή, κλείσιμο, ...
  • attente στα ελληνικά - περιμένω, αναμονή, προσδοκία, προθάλαμος, περίμενε, περιμένει, περιμένουν, ...
  • aumône στα ελληνικά - δείγμα, ελεημοσύνη, ελεημοσύνες, ελεημοσύνης, την ελεημοσύνη, ελεημοσύνην
Τυχαίες λέξεις
Écharper στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκοπή, τεμαχίζω, κόβω, τσεκουριά, πετσοκόβω, s'écharper