Élévation στα ελληνικά

Μετάφραση: élévation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανέγερση, υψόμετρο, ασανσέρ, λόφος, ανάβαση, υψώνω, έπαρση, ύψωση, ανεβαίνω, ανάδειξη, σηκώνω, ανύψωση, αύξηση, όψη, ανύψωσης
Élévation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accostons στα ελληνικά - διπλαρώνω, πλευρίζω, πλησιάζω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολήσει, αγκυροβολήσετε, αγκυροβολήσουν, ...
  • accréditent στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστη, Διαπίστευσης, Διαπίστευσής, διαπιστευτήριά, Διαπίστευσης που
  • acculez στα ελληνικά - στριμώχνω, γωνία
  • cachèrent στα ελληνικά - έκρυψε, κρύφτηκε, έκρυψαν, κρύφτηκαν, hid
Τυχαίες λέξεις
Élévation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανέγερση, υψόμετρο, ασανσέρ, λόφος, ανάβαση, υψώνω, έπαρση, ύψωση, ανεβαίνω, ανάδειξη, σηκώνω, ανύψωση, αύξηση, όψη, ανύψωσης