Λέξη: στρέμμα

Σχετικές λέξεις: στρέμμα

στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα english, στρέμμα σε τετραγωνικά μέτρα, στρέμμα βικι, στρέμμα σε τετραγωνικά χιλιόμετρα, στρέμμα μετάφραση

Συνώνυμα: στρέμμα

100 τετραγωνικά μέτρα, σταυρός, τίμιος σταυρός, μονάδα επιφάνειας, μήκος 5 έως 8 υαρδών

Μεταφράσεις: στρέμμα

στρέμμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acre, rood, hectare, ha, acre of

στρέμμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acre, acres, hectáreas, hectárea, acres de

στρέμμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
morgen, feld, acker, acre, Morgen, Acker, Hektar großen, Hektar

στρέμμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acre, acres, hectares, hectare, l'acre

στρέμμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acro, acri, ettari, ettaro, acri di

στρέμμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jeira, acre, hectares, acres, hectare

στρέμμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acre, hectare, hectare groot, hectare grote, ha

στρέμμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акр, акров, акра, акровый

στρέμμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
acre, mål, hektar, mål store, hektar stor

στρέμμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tunnland, acre, hektar, hektar stora, hektar stor

στρέμμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirpeä, eekkeri, hehtaarin, acre, eekkerin, hehtaarin kokoisella

στρέμμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
acre, hektar, hektar store, hektar stor, acres

στρέμμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akr, jitro, akrů, akra, acre, ha

στρέμμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akr, acre, hektarowej, akrów, ha

στρέμμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
acre, hektáros, hektár, hold, hektárnyi

στρέμμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönümlük, Acre, dönüm, hektarlık, dönümlük bir

στρέμμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акр, володіння, акрил

στρέμμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akër, acre

στρέμμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акър, акра, акровата, декара, декар

στρέμμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акр

στρέμμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aaker, aakri, aakrit, acre

στρέμμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jutro, površina(jutro), ral, acre, jutra, jutara

στρέμμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ekra, Acre

στρέμμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ager

στρέμμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akras, acre, akrų, Kapsēta

στρέμμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akrs, Acre, akru, akriem

στρέμμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акра, акр, акри, хектари, ар

στρέμμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acru, acri, hectare, acre, hectar

στρέμμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pole, Jutro, acre, oral, aker, ar

στρέμμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pole, aker, AKR, AKM

Στατιστικά δημοτικότητας: στρέμμα

Τυχαίες λέξεις