Émérite στα ελληνικά

Μετάφραση: émérite, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικός, έντεχνος, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, επίτιμος, Ομότιμος, ομότιμο, Ομότιμοι, ομότιμου
Émérite στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrés στα ελληνικά - χορηγείται, χορηγηθεί, χορηγούνται, χορηγήθηκε, χορηγηθούν
  • agoni στα ελληνικά - Άγονη
  • allumées στα ελληνικά - lit., αναμμένο, αναμμένη, φωτισμένο, αναμμένα
Τυχαίες λέξεις
Émérite στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικός, έντεχνος, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, επίτιμος, Ομότιμος, ομότιμο, Ομότιμοι, ομότιμου