Épousé στα ελληνικά

Μετάφραση: épousé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυναίκα, ζευγαρώνω, σύντροφος, φιλαράκος, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Épousé στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agréa στα ελληνικά - Agrea
  • bouché στα ελληνικά - μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
  • chute στα ελληνικά - μείωση, άμπωτη, πτώση, πέφτω, παύση, φέσι, μαρασμός, ...
  • clarté στα ελληνικά - φωτίζω, φωτερός, ανάβω, ευκρίνεια, σαφήνεια, διαφάνεια, φωτεινότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Épousé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυναίκα, ζευγαρώνω, σύντροφος, φιλαράκος, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα