Γυναίκα στα γαλλικά
Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
morte, épouse, madame, femme, dame, la femme, femmes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυναίκα
γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας γαλλικά, γυναίκα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- γυμνός στα γαλλικά - attristant, dénudé, strict, solide, total, vigoureux, dur, ...
- γυμνώνω στα γαλλικά - dépouillons, lever, déshabiller, enlever, filandreux, liséré, décrocher, ...
- γυρίζω στα γαλλικά - rente, produire, revenez, tourner, renvoyer, rentrer, revenir, ...
- γωνία στα γαλλικά - acculer, acculez, coin, angulaire, tournant, accaparer, acculent, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: morte, épouse, madame, femme, dame, la femme, femmes
Μεταφράσεις: morte, épouse, madame, femme, dame, la femme, femmes