Érection στα ελληνικά
Μετάφραση: érection, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accrochées στα ελληνικά - Hung, κρεμασμένα, Χουνγκ, κρεμασμένο, Χούνγκ
- auriculaire στα ελληνικά - αυτί, ακουστικός, ωτικός, ωτιαία, auricular, εντός του ωτός, του πτερυγίου του ωτός
- braisé στα ελληνικά - σιγοβρασμένο, κοκκινιστό, μπρεζέ, κοκκινιστή, κατσαρόλας
- brunie στα ελληνικά - ροδίσουν, ροδίσει, να ροδίσουν, σκουραίνουν, να ροδίσει
Τυχαίες λέξεις
Érection στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης