Éveillé στα ελληνικά
Μετάφραση: éveillé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amadouer στα ελληνικά - κολακεύω, καταφέρνω, πείσει, πεισθούν, πεισθούν οι, ομοαξονικό
- appliquent στα ελληνικά - βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, ...
- basic στα ελληνικά - βασικός, βασικού, βασικές, βασική, βασικών
- cherchai στα ελληνικά - αναζήτησε, ζητείται, επιδιώκεται, ζήτησε, επιδίωξε
Τυχαίες λέξεις
Éveillé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση
Μεταφράσεις: ζωντανός, άγρυπνος, δροσερός, ζωηρός, φρέσκος, νωπός, εξυπνότατος, ξύπνιος, σε πλήρη εγρήγορση, ξύπνια, πλήρη εγρήγορση