Abstinent στα ελληνικά
Μετάφραση: abstinent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκρατος, κρατημένος, λιτός, ήπειρος, φειδωλός, επιφυλακτικός, εγκρατής, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstient στα ελληνικά - αποτυγχάνει, αποτύχει, δεν, παραλείπει, αδυνατεί
- abstinence στα ελληνικά - εγκράτεια, εφεδρικός, παρακαταθήκη, παρακρατώ, εφεδρεία, φραγμός, αποχή, ...
- abstinrent στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
- abstractif στα ελληνικά - θεωρητικός, αφαιρετικής, αφαιρετική, αφαιρετικό, αφαιρετικά, αφαιρετικές
Τυχαίες λέξεις
Abstinent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκρατος, κρατημένος, λιτός, ήπειρος, φειδωλός, επιφυλακτικός, εγκρατής, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή
Μεταφράσεις: εύκρατος, κρατημένος, λιτός, ήπειρος, φειδωλός, επιφυλακτικός, εγκρατής, αποχή, αποχής, απείχαν, σε αποχή