Accumulation στα ελληνικά
Μετάφραση: accumulation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσώρευση, συνέλευση, σύναξη, συρροή, ομήγυρη, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accumulant στα ελληνικά - συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συσσωρεύονται, συσσωρεύεται
- accumulateur στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
- accumule στα ελληνικά - συσσωρεύεται, συσσωρεύει, συσσωρεύονται, συγκεντρώνει, συγκεντρώνεται
- accumulent στα ελληνικά - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Τυχαίες λέξεις
Accumulation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσώρευση, συνέλευση, σύναξη, συρροή, ομήγυρη, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: συσσώρευση, συνέλευση, σύναξη, συρροή, ομήγυρη, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση