Acquiescer στα ελληνικά
Μετάφραση: acquiescer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, συναινώ, ομόνοια, καταμετρώ, συμφωνώ, συμφωνία, αρμονία, αποδέχομαι, συγκατανεύω, κρατώ, συγκατάθεση, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acquiescement στα ελληνικά - επίδομα, συγκατανεύω, παρατάω, συναυλία, συμφωνία, συναίνεση, φεύγω, ...
- acquiescent στα ελληνικά - συγκατανεύω, νεύμα, NOD, ΝΟϋ, νεύμα για
- acquiescez στα ελληνικά - συγκατανεύω, νεύση, κουνώντας, γνέφει, κουνώντας το, νεύματα
- acquiescèrent στα ελληνικά - κούνησε το κεφάλι, κούνησε, έγνεψε, έγνεψε καταφατικά, κούνησε το
Τυχαίες λέξεις
Acquiescer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, συναινώ, ομόνοια, καταμετρώ, συμφωνώ, συμφωνία, αρμονία, αποδέχομαι, συγκατανεύω, κρατώ, συγκατάθεση, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται
Μεταφράσεις: αμπάρι, συναινώ, ομόνοια, καταμετρώ, συμφωνώ, συμφωνία, αρμονία, αποδέχομαι, συγκατανεύω, κρατώ, συγκατάθεση, συναίνω, συναινούν, την αποδεχθεί, ανεχθεί, συγκατατίθενται