Λέξη: ορκίζομαι

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ορκίζομαι αντύπας στίχοι, ορκίζομαι στο ιερό ευαγγέλιο να πω στο δικαστήριο, ορκίζομαι είμαι αθώα 1968

Συνώνυμα: ορκίζομαι

βρίζω, βλασφημώ, παίρνω όρκο

Μεταφράσεις: ορκίζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vow, sworn, swear, I swear, I swear to, I swear I, I vow
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurar, blasfemar, juro, jure, jura, juran
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluchen, gelübde, schwur, schwören, geloben, geflucht, vertrauen, schwöre, beschwören
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
influencer, serment, entraîner, jurez, jurés, juré, foi, jurèrent, vouer, jurent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bestemmiare, imprecare, giurare, giuro, giura, giurano
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, juro que, jura
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ketteren, bezweren, vloeken, zweren, zweer, zweer het, zweer dat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присягнувший, ругательство, присягнуть, неизменный, поклясться, ругаться, облаять, поклявшийся, ругнуться, сквернословить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svära, svär, lovar, svärja, svära på
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siunata, vala, vannoa, luottaa, vannoneet, pyhittää, kiroilla, kirota, vannottu, herjata, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sværge, sværger, svćrger, bande
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klít, přísahat, slib, přísežný, přísaha, nadávat, přísahám, přísahají
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślubować, kląć, ślubowanie, przysięgać, przysięganie, przyrzeczenie, wierny, skląć, zażegnać, przysięgły, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szitkozódás, esküszik, esküszöm, esküsznek, esküdni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yemin etmek, yemin, yemin ederim, yemin ederim ki, yemin ediyorum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клястися, незмінний, присягнутися, вірний, присягати, присягатися, заприсягається, удостойте, лаятися, сваритися, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
be, betohem, betohen, betohesh, të betohen, të betohesh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заклевам, кълна се, Кълна, се закълне, се кълнат
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаяцца, сварыцца, ругаться, зьдзекавацца, глуміцца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanduma, vannutatud, vannun, vanduda, vannovat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priseći, zavjet, polagali, psovati, zakleti, zaklinju, zakune, se zakleti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bölva, blóta, sver, sverja, eið, sver að, sverja þér
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
votum, voveo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zvērēt, apzvērēt, zvēru, zvēr
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колнам, заколнам, се заколнам, заколне, се колнам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jura, jur, jure, jură, juri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prisežem, Prisegam, prisegajo, priseči
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sľub, prisahať, zložiť prísahu, prísahu, dôverovať, prísahať
Τυχαίες λέξεις