Affiliée στα ελληνικά
Μετάφραση: affiliée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, μέλος, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affilié στα ελληνικά - στέλεχος, μέλος, συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδεδεμένων, συνδέεται, συνδεδεμένη
- affiliées στα ελληνικά - θυγατρικές, ΜΕΤΑΠΩΛΗΤΕΣ, θυγατρικών, Affiliates, τις θυγατρικές
- affiliés στα ελληνικά - θυγατρικές, ΜΕΤΑΠΩΛΗΤΕΣ, θυγατρικών, Affiliates, τις θυγατρικές
Τυχαίες λέξεις
Affiliée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, μέλος, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, μέλος, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά