Amplification στα ελληνικά
Μετάφραση: amplification, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέκταση, επέκταση, διαστολή, ενίσχυση, ενισχύω, αύξηση, έκταση, εξάπλωση, ανεβάζω, απολαβή, μεγέθυνση, αυξάνω, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplifiant στα ελληνικά - ενίσχυση, ενισχύων, ενισχύσεως, ενισχυτική, ενισχυτικό
- amplificateur στα ελληνικά - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
- amplifie στα ελληνικά - ενισχύει, το ενισχύει
- amplifient στα ελληνικά - ενισχύω, ενισχύουν, ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύει, την ενίσχυση
Τυχαίες λέξεις
Amplification στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέκταση, επέκταση, διαστολή, ενίσχυση, ενισχύω, αύξηση, έκταση, εξάπλωση, ανεβάζω, απολαβή, μεγέθυνση, αυξάνω, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού
Μεταφράσεις: προέκταση, επέκταση, διαστολή, ενίσχυση, ενισχύω, αύξηση, έκταση, εξάπλωση, ανεβάζω, απολαβή, μεγέθυνση, αυξάνω, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού