Arrêter στα ελληνικά
Μετάφραση: arrêter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσχος, κρατώ, διασκεδάζω, αποβάλλω, κλειδαριά, διακοπή, σταματώ, στηρίγματα, παγώνω, διακόπτω, επωδός, κρεμώ, καθυστερώ, καθυστέρηση, φτιάχνω, διατηρώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrêtant στα ελληνικά - στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματώντας, διακοπή της
- arrête στα ελληνικά - στάσεις, σταματά, στάσεων, σταματήσει, στοπ
- arrêtez στα ελληνικά - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- arrêtons στα ελληνικά - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Arrêter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσχος, κρατώ, διασκεδάζω, αποβάλλω, κλειδαριά, διακοπή, σταματώ, στηρίγματα, παγώνω, διακόπτω, επωδός, κρεμώ, καθυστερώ, καθυστέρηση, φτιάχνω, διατηρώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: μίσχος, κρατώ, διασκεδάζω, αποβάλλω, κλειδαριά, διακοπή, σταματώ, στηρίγματα, παγώνω, διακόπτω, επωδός, κρεμώ, καθυστερώ, καθυστέρηση, φτιάχνω, διατηρώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει