Autorité στα ελληνικά
Μετάφραση: autorité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταλαντεύομαι, ρώμη, εξουσιάζω, μπορούσα, δύναμη, κύρος, λικνίζομαι, εξουσία, εξαναγκάζω, βία, πείθω, έλεγχος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autoritaire στα ελληνικά - δεσποτικός, αλαζονικός, θετικός, αυταρχικός, επιτακτικός, απολυταρχικός, επιβλητικός, ...
- autoritariste στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- autoroute στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομου, αυτοκινητόδρομων
- autour στα ελληνικά - περίπου, από, περιοδεία, περί, γύρω, γεράκι, παρελθόν, ...
Τυχαίες λέξεις
Autorité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταλαντεύομαι, ρώμη, εξουσιάζω, μπορούσα, δύναμη, κύρος, λικνίζομαι, εξουσία, εξαναγκάζω, βία, πείθω, έλεγχος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Μεταφράσεις: ταλαντεύομαι, ρώμη, εξουσιάζω, μπορούσα, δύναμη, κύρος, λικνίζομαι, εξουσία, εξαναγκάζω, βία, πείθω, έλεγχος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που